- ακατοίκητος
- -η, -ο (Α ἀκατοίκητος, -ον) [κατοικῶ]αυτός που δεν είναι κατοικημένοςνεοελλ.1. εκείνος που δεν μπορεί να κατοικηθεί, ο ακατάλληλος να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία2. μτφ. ανήσυχος, άτακτος (άνθρωπος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατοίκητος — η, ο 1. αυτός που δεν κατοικείται: Το νησί αυτό είναι ακατοίκητο. 2. ακατάλληλο για κατοίκηση: Πολλά σπίτια από το σεισμό έγιναν ακατοίκητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετιά — Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. Στο χωριό σώζεται μια ενετική έπαυλη, γνωστή ως σπίτι του Μέτσου. * * * η η ιτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιτέα, με μετάθεση φωνηέντων, πρβλ. αλυχτώ <… … Dictionary of Greek
κάκκαβος — Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αισωνίας. * * * κάκκαβος, ὁ (Α) κακκάβη (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κακκάβη (Ι)*] … Dictionary of Greek
κοπελιά — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.) του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του κεντρικού τμήματος του νομού, στα όρια με τον νομό Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος. * * * η κοπέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ.… … Dictionary of Greek
λαγούσα — Ακατοίκητος οικισμός στη νήσο Ελεούσα (βλ. λ.). Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. * * * η ραβδί που χρησιμοποιείται για το κυνήγι λαγών, λαγουδέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. ούσα] … Dictionary of Greek
λιοτρίβι — Ακατοίκητος οικισμός της Κύθνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων. * * * το το ἐλαιοτριβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐλαιοτρίβιον (< για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λιο [II])] … Dictionary of Greek
πολύαιγος — Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του ομώνυμου νησιού που υπάρχει BA της Μήλου. * * * ον, Α αυτός που έχει πολλές αίγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αἴξ, αἰγός] … Dictionary of Greek
χαροκόπος — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιτάλων. * * * ο, Ν 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τις διασκεδάσεις, γλεντζές 2. παροιμ. «τών ακριβών τα πράγματα σε… … Dictionary of Greek
Ακρινό — Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέσσωνος … Dictionary of Greek
Απόλυχνος — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μοιρών … Dictionary of Greek